Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δοξομιμητική
δοξόομαι
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέω
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δοξοφαγία
δοξόφαυλος
δοξοφόρος
δοξόω
δορά
δορά2
δόραντον
δορατίζομαι
δοράτιον
δορατισμός
δορατοθήκη
δορατομαχέω
δορατοπαχής
δορεύς
δορήϊος
View word page
δορά
a skin, hide
ShortDef
a skin, hide
beam
Debugging
Headword:
δορά
Headword (normalized):
δορά
Headword (normalized/stripped):
δορα
IDX:
23852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23853
Key:
Data
{'content': 'a skin, hide'}