Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοξοματαιόσοφος
δοξομιμητής
δοξομιμητική
δοξόομαι
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέω
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δοξοφαγία
δοξόφαυλος
δοξοφόρος
δοξόω
δορά
δορά2
δόραντον
δορατίζομαι
δοράτιον
δορατισμός
δορατοθήκη
δορατομαχέω
δορατοπαχής
View word page
δοξοφόρος
winning fame

ShortDef

winning fame

Debugging

Headword:
δοξοφόρος
Headword (normalized):
δοξοφόρος
Headword (normalized/stripped):
δοξοφορος
IDX:
23850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23851
Key:

Data

{'content': 'winning fame'}