Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξομιμητής
δοξομιμητική
δοξόομαι
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέω
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δοξοφαγία
δοξόφαυλος
δοξοφόρος
δοξόω
δορά
δορά2
δόραντον
δορατίζομαι
δοράτιον
δορατισμός
δορατοθήκη
δορατομαχέω
View word page
δοξόφαυλος
apparently bad

ShortDef

apparently bad

Debugging

Headword:
δοξόφαυλος
Headword (normalized):
δοξόφαυλος
Headword (normalized/stripped):
δοξοφαυλος
IDX:
23849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23850
Key:

Data

{'content': 'apparently bad'}