Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δοξομανέω
δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξομιμητής
δοξομιμητική
δοξόομαι
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέω
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δοξοφαγία
δοξόφαυλος
δοξοφόρος
δοξόω
δορά
δορά2
δόραντον
δορατίζομαι
δοράτιον
δορατισμός
View word page
δοξόσοφος
wise in one's own conceit
ShortDef
wise in one's own conceit
Debugging
Headword:
δοξόσοφος
Headword (normalized):
δοξόσοφος
Headword (normalized/stripped):
δοξοσοφος
IDX:
23847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23848
Key:
Data
{'content': "wise in one's own conceit"}