Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοξοκοπία
δοξοκοπικός
δοξοκόπος
δοξολογία
δοξομανέω
δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξομιμητής
δοξομιμητική
δοξόομαι
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέω
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δοξοφαγία
δοξόφαυλος
δοξοφόρος
δοξόω
δορά
δορά2
View word page
δοξόομαι
to have the character

ShortDef

to have the character

Debugging

Headword:
δοξόομαι
Headword (normalized):
δοξόομαι
Headword (normalized/stripped):
δοξοομαι
IDX:
23843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23844
Key:

Data

{'content': 'to have the character'}