Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοξοκαλία
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκοπικός
δοξοκόπος
δοξολογία
δοξομανέω
δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξομιμητής
δοξομιμητική
δοξόομαι
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέω
δοξοσοφία
δοξόσοφος
δοξοφαγία
δοξόφαυλος
δοξοφόρος
δοξόω
View word page
δοξομιμητής
one who imitates mere semblance

ShortDef

one who imitates mere semblance

Debugging

Headword:
δοξομιμητής
Headword (normalized):
δοξομιμητής
Headword (normalized/stripped):
δοξομιμητης
IDX:
23841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23842
Key:

Data

{'content': 'one who imitates mere semblance'}