Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δόξασμα
δοξασμός
δοξαστέον
δοξαστής
δοξαστικός
δοξαστός
δοξοκαθαιρετικός
δοξοκαλία
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκοπικός
δοξοκόπος
δοξολογία
δοξομανέω
δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξομιμητής
δοξομιμητική
δοξόομαι
δοξοπαιδευτικός
View word page
δοξοκοπικός
popularity-hunting

ShortDef

popularity-hunting

Debugging

Headword:
δοξοκοπικός
Headword (normalized):
δοξοκοπικός
Headword (normalized/stripped):
δοξοκοπικος
IDX:
23834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23835
Key:

Data

{'content': 'popularity-hunting'}