Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοξάζω
δοξασία
δόξασις
δόξασμα
δοξασμός
δοξαστέον
δοξαστής
δοξαστικός
δοξαστός
δοξοκαθαιρετικός
δοξοκαλία
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκοπικός
δοξοκόπος
δοξολογία
δοξομανέω
δοξομανής
δοξομανία
δοξοματαιόσοφος
δοξομιμητής
View word page
δοξοκαλία
conceit of beauty

ShortDef

conceit of beauty

Debugging

Headword:
δοξοκαλία
Headword (normalized):
δοξοκαλία
Headword (normalized/stripped):
δοξοκαλια
IDX:
23831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23832
Key:

Data

{'content': 'conceit of beauty'}