Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δονέω
δόνημα
δόξα
δοξάζω
δοξασία
δόξασις
δόξασμα
δοξασμός
δοξαστέον
δοξαστής
δοξαστικός
δοξαστός
δοξοκαθαιρετικός
δοξοκαλία
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκοπικός
δοξοκόπος
δοξολογία
δοξομανέω
δοξομανής
View word page
δοξαστικός
forming opinions, conjecturing
ShortDef
forming opinions, conjecturing
Debugging
Headword:
δοξαστικός
Headword (normalized):
δοξαστικός
Headword (normalized/stripped):
δοξαστικος
IDX:
23828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23829
Key:
Data
{'content': 'forming opinions, conjecturing'}