Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δόναξ
δονέω
δόνημα
δόξα
δοξάζω
δοξασία
δόξασις
δόξασμα
δοξασμός
δοξαστέον
δοξαστής
δοξαστικός
δοξαστός
δοξοκαθαιρετικός
δοξοκαλία
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκοπικός
δοξοκόπος
δοξολογία
δοξομανέω
View word page
δοξαστής
one who forms opinions

ShortDef

one who forms opinions

Debugging

Headword:
δοξαστής
Headword (normalized):
δοξαστής
Headword (normalized/stripped):
δοξαστης
IDX:
23827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23828
Key:

Data

{'content': 'one who forms opinions'}