Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δονακόχλοος
δονακώδης
δονακών
δόναξ
δονέω
δόνημα
δόξα
δοξάζω
δοξασία
δόξασις
δόξασμα
δοξασμός
δοξαστέον
δοξαστής
δοξαστικός
δοξαστός
δοξοκαθαιρετικός
δοξοκαλία
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκοπικός
View word page
δόξασμα
an opinion, notion, conjecture

ShortDef

an opinion, notion, conjecture

Debugging

Headword:
δόξασμα
Headword (normalized):
δόξασμα
Headword (normalized/stripped):
δοξασμα
IDX:
23824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23825
Key:

Data

{'content': 'an opinion, notion, conjecture'}