Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δονακών
δόναξ
δονέω
δόνημα
δόξα
δοξάζω
δοξασία
δόξασις
δόξασμα
δοξασμός
δοξαστέον
δοξαστής
δοξαστικός
δοξαστός
δοξοκαθαιρετικός
δοξοκαλία
View word page
δοξάζω
to think, imagine, suppose, fancy, conjecture

ShortDef

to think, imagine, suppose, fancy, conjecture

Debugging

Headword:
δοξάζω
Headword (normalized):
δοξάζω
Headword (normalized/stripped):
δοξαζω
IDX:
23821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23822
Key:

Data

{'content': 'to think, imagine, suppose, fancy, conjecture'}