Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δονακών
δόναξ
δονέω
δόνημα
δόξα
δοξάζω
δοξασία
δόξασις
δόξασμα
δοξασμός
δοξαστέον
δοξαστής
δοξαστικός
δοξαστός
View word page
δόνημα
an agitation, waving

ShortDef

an agitation, waving

Debugging

Headword:
δόνημα
Headword (normalized):
δόνημα
Headword (normalized/stripped):
δονημα
IDX:
23819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23820
Key:

Data

{'content': 'an agitation, waving'}