Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δονακών
δόναξ
δονέω
δόνημα
δόξα
δοξάζω
δοξασία
δόξασις
δόξασμα
δοξασμός
δοξαστέον
δοξαστής
δοξαστικός
View word page
δονέω
to shake

ShortDef

to shake

Debugging

Headword:
δονέω
Headword (normalized):
δονέω
Headword (normalized/stripped):
δονεω
IDX:
23818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23819
Key:

Data

{'content': 'to shake'}