Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δονακηδόν
δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δονακών
δόναξ
δονέω
δόνημα
δόξα
δοξάζω
δοξασία
δόξασις
δόξασμα
δοξασμός
δοξαστέον
δοξαστής
View word page
δόναξ
reed
ShortDef
reed
Debugging
Headword:
δόναξ
Headword (normalized):
δόναξ
Headword (normalized/stripped):
δοναξ
IDX:
23817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23818
Key:
Data
{'content': 'reed'}