Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δονακεύς
δονακηδόν
δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δονακών
δόναξ
δονέω
δόνημα
δόξα
δοξάζω
δοξασία
δόξασις
δόξασμα
δοξασμός
δοξαστέον
View word page
δονακών
a thicket of reeds

ShortDef

a thicket of reeds

Debugging

Headword:
δονακών
Headword (normalized):
δονακών
Headword (normalized/stripped):
δονακων
IDX:
23816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23817
Key:

Data

{'content': 'a thicket of reeds'}