Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δονακών
δόναξ
δονέω
δόνημα
δόξα
δοξάζω
δοξασία
δόξασις
δόξασμα
δοξασμός
View word page
δονακώδης
reedy
ShortDef
reedy
Debugging
Headword:
δονακώδης
Headword (normalized):
δονακώδης
Headword (normalized/stripped):
δονακωδης
IDX:
23815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23816
Key:
Data
{'content': 'reedy'}