Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δονακών
δόναξ
δονέω
δόνημα
δόξα
δοξάζω
δοξασία
δόξασις
δόξασμα
View word page
δονακόχλοος
green with reeds

ShortDef

green with reeds

Debugging

Headword:
δονακόχλοος
Headword (normalized):
δονακόχλοος
Headword (normalized/stripped):
δονακοχλοος
IDX:
23814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23815
Key:

Data

{'content': 'green with reeds'}