Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δονακών
δόναξ
δονέω
δόνημα
δόξα
δοξάζω
δοξασία
δόξασις
View word page
δονακοτρόφος
producing reeds

ShortDef

producing reeds

Debugging

Headword:
δονακοτρόφος
Headword (normalized):
δονακοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
δονακοτροφος
IDX:
23813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23814
Key:

Data

{'content': 'producing reeds'}