Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δονακών
δόναξ
δονέω
δόνημα
δόξα
δοξάζω
δοξασία
View word page
δονακόεις
reedy

ShortDef

reedy

Debugging

Headword:
δονακόεις
Headword (normalized):
δονακόεις
Headword (normalized/stripped):
δονακοεις
IDX:
23812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23813
Key:

Data

{'content': 'reedy'}