Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δονακών
δόναξ
δονέω
δόνημα
δόξα
δοξάζω
View word page
δονακοδίφης
one who searches among reeds

ShortDef

one who searches among reeds

Debugging

Headword:
δονακοδίφης
Headword (normalized):
δονακοδίφης
Headword (normalized/stripped):
δονακοδιφης
IDX:
23811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23812
Key:

Data

{'content': 'one who searches among reeds'}