Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δονακών
δόναξ
δονέω
δόνημα
δόξα
View word page
δονακογλύφος
reed-cutting, pen-making

ShortDef

reed-cutting, pen-making

Debugging

Headword:
δονακογλύφος
Headword (normalized):
δονακογλύφος
Headword (normalized/stripped):
δονακογλυφος
IDX:
23810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23811
Key:

Data

{'content': 'reed-cutting, pen-making'}