Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δομίτιος
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δονακών
δόναξ
δονέω
δόνημα
View word page
δονακῖτις
of reed
ShortDef
of reed
Debugging
Headword:
δονακῖτις
Headword (normalized):
δονακῖτις
Headword (normalized/stripped):
δονακιτις
IDX:
23809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23810
Key:
Data
{'content': 'of reed'}