Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δομιτιανός
Δομίτιος
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δονακών
δόναξ
δονέω
View word page
δονάκινος
made of reeds

ShortDef

made of reeds

Debugging

Headword:
δονάκινος
Headword (normalized):
δονάκινος
Headword (normalized/stripped):
δονακινος
IDX:
23808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23809
Key:

Data

{'content': 'made of reeds'}