Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δόμησις
δομήτωρ
Δομιτιανός
Δομίτιος
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δονακών
View word page
δονακεύς
a thicket of reeds

ShortDef

a thicket of reeds

Debugging

Headword:
δονακεύς
Headword (normalized):
δονακεύς
Headword (normalized/stripped):
δονακευς
IDX:
23806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23807
Key:

Data

{'content': 'a thicket of reeds'}