Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
Δομιτιανός
Δομίτιος
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
View word page
δονακεύομαι
to fowl with reed and birdlime

ShortDef

to fowl with reed and birdlime

Debugging

Headword:
δονακεύομαι
Headword (normalized):
δονακεύομαι
Headword (normalized/stripped):
δονακευομαι
IDX:
23805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23806
Key:

Data

{'content': 'to fowl with reed and birdlime'}