Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δομή
δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
Δομιτιανός
Δομίτιος
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
View word page
δομόω
provide with lodging
ShortDef
provide with lodging
Debugging
Headword:
δομόω
Headword (normalized):
δομόω
Headword (normalized/stripped):
δομοω
IDX:
23804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23805
Key:
Data
{'content': 'provide with lodging'}