Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δομέω
δομή
δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
Δομιτιανός
Δομίτιος
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
View word page
δομοτέκτων
carpenter
ShortDef
carpenter
Debugging
Headword:
δομοτέκτων
Headword (normalized):
δομοτέκτων
Headword (normalized/stripped):
δομοτεκτων
IDX:
23803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23804
Key:
Data
{'content': 'carpenter'}