Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοματίζω
δομέστικος
δομέω
δομή
δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
Δομιτιανός
Δομίτιος
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
View word page
δόμος
a house; a course of stone

ShortDef

a house; a course of stone

Debugging

Headword:
δόμος
Headword (normalized):
δόμος
Headword (normalized/stripped):
δομος
IDX:
23801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23802
Key:

Data

{'content': 'a house; a course of stone'}