Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δόμα2
δομαῖος
δοματίζω
δομέστικος
δομέω
δομή
δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
Δομιτιανός
Δομίτιος
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονάκινος
δονακῖτις
View word page
Δομίτιος
Domitius

ShortDef

Domitius

Debugging

Headword:
Δομίτιος
Headword (normalized):
δομίτιος
Headword (normalized/stripped):
δομιτιος
IDX:
23799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23800
Key:

Data

{'content': 'Domitius'}