Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγακτιμένη
ἀγακτίμενος
ἀγαλακτία
ἀγάλακτος
ἀγάλαξ
ἀγαλλίαμα
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλομαι
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματίας
ἀγαλμάτιον
ἀγαλματογλύφος
ἀγαλματοποιέω
ἀγαλματοποιητικός
ἀγαλματοποιΐα
ἀγαλματοποιικός
ἀγαλματοποιός
ἀγαλματοφορέω
View word page
ἀγάλλω
to make glorious, glorify, exalt
ShortDef
to make glorious, glorify, exalt
Debugging
Headword:
ἀγάλλω
Headword (normalized):
ἀγάλλω
Headword (normalized/stripped):
αγαλλω
IDX:
237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-238
Key:
Data
{'content': 'to make glorious, glorify, exalt'}