Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δόμα
δόμα2
δομαῖος
δοματίζω
δομέστικος
δομέω
δομή
δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
Δομιτιανός
Δομίτιος
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονάκινος
View word page
Δομιτιανός
Domitian, Domitianus

ShortDef

Domitian, Domitianus

Debugging

Headword:
Δομιτιανός
Headword (normalized):
δομιτιανός
Headword (normalized/stripped):
δομιτιανος
IDX:
23798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23799
Key:

Data

{'content': 'Domitian, Domitianus'}