Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δόλωσις
δόμα
δόμα2
δομαῖος
δοματίζω
δομέστικος
δομέω
δομή
δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
Δομιτιανός
Δομίτιος
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
View word page
δομήτωρ
builder
ShortDef
builder
Debugging
Headword:
δομήτωρ
Headword (normalized):
δομήτωρ
Headword (normalized/stripped):
δομητωρ
IDX:
23797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23798
Key:
Data
{'content': 'builder'}