Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δόμα2
δομαῖος
δοματίζω
δομέστικος
δομέω
δομή
δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
Δομιτιανός
Δομίτιος
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
View word page
δόμησις
construction

ShortDef

construction

Debugging

Headword:
δόμησις
Headword (normalized):
δόμησις
Headword (normalized/stripped):
δομησις
IDX:
23796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23797
Key:

Data

{'content': 'construction'}