Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δολωνικός
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δόμα2
δομαῖος
δοματίζω
δομέστικος
δομέω
δομή
δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
Δομιτιανός
Δομίτιος
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
View word page
δόμημα
building

ShortDef

building

Debugging

Headword:
δόμημα
Headword (normalized):
δόμημα
Headword (normalized/stripped):
δομημα
IDX:
23795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23796
Key:

Data

{'content': 'building'}