Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δόλων
δολωνικός
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δόμα2
δομαῖος
δοματίζω
δομέστικος
δομέω
δομή
δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
Δομιτιανός
Δομίτιος
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
View word page
δομή
a building, a body

ShortDef

a building, a body

Debugging

Headword:
δομή
Headword (normalized):
δομή
Headword (normalized/stripped):
δομη
IDX:
23794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23795
Key:

Data

{'content': 'a building, a body'}