Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δόλων
Δόλων
δολωνικός
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δόμα2
δομαῖος
δοματίζω
δομέστικος
δομέω
δομή
δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
Δομιτιανός
Δομίτιος
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
View word page
δομέω
build
ShortDef
build
Debugging
Headword:
δομέω
Headword (normalized):
δομέω
Headword (normalized/stripped):
δομεω
IDX:
23793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23794
Key:
Data
{'content': 'build'}