Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δόλωμα
δόλων
Δόλων
δολωνικός
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δόμα2
δομαῖος
δοματίζω
δομέστικος
δομέω
δομή
δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
Δομιτιανός
Δομίτιος
δόμονδε
δόμος
δομοσφαλής
View word page
δομέστικος
(μέγας δ.) Grand Domestic, commander-in-chief
ShortDef
(μέγας δ.) Grand Domestic, commander-in-chief
Debugging
Headword:
δομέστικος
Headword (normalized):
δομέστικος
Headword (normalized/stripped):
δομεστικος
IDX:
23792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23793
Key:
Data
{'content': '(μέγας δ.) Grand Domestic, commander-in-chief'}