Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δολφός
δόλωμα
δόλων
Δόλων
δολωνικός
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δόμα2
δομαῖος
δοματίζω
δομέστικος
δομέω
δομή
δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
Δομιτιανός
Δομίτιος
δόμονδε
δόμος
View word page
δοματίζω
bestow presents on

ShortDef

bestow presents on

Debugging

Headword:
δοματίζω
Headword (normalized):
δοματίζω
Headword (normalized/stripped):
δοματιζω
IDX:
23791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23792
Key:

Data

{'content': 'bestow presents on'}