Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δόλπαι
δολφός
δόλωμα
δόλων
Δόλων
δολωνικός
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δόμα2
δομαῖος
δοματίζω
δομέστικος
δομέω
δομή
δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
Δομιτιανός
Δομίτιος
δόμονδε
View word page
δομαῖος
for building

ShortDef

for building

Debugging

Headword:
δομαῖος
Headword (normalized):
δομαῖος
Headword (normalized/stripped):
δομαιος
IDX:
23790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23791
Key:

Data

{'content': 'for building'}