Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δόλοψ
δόλοψ
δολόω
δόλπαι
δολφός
δόλωμα
δόλων
Δόλων
δολωνικός
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δόμα2
δομαῖος
δοματίζω
δομέστικος
δομέω
δομή
δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
View word page
δόλωσις
a tricking

ShortDef

a tricking

Debugging

Headword:
δόλωσις
Headword (normalized):
δόλωσις
Headword (normalized/stripped):
δολωσις
IDX:
23787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23788
Key:

Data

{'content': 'a tricking'}