Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δολοφρονέων
δολοφροσύνη
Δόλοψ
δόλοψ
δολόω
δόλπαι
δολφός
δόλωμα
δόλων
Δόλων
δολωνικός
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δόμα2
δομαῖος
δοματίζω
δομέστικος
δομέω
δομή
δόμημα
View word page
δολωνικός
pertaining to a top-sail

ShortDef

pertaining to a top-sail

Debugging

Headword:
δολωνικός
Headword (normalized):
δολωνικός
Headword (normalized/stripped):
δολωνικος
IDX:
23785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23786
Key:

Data

{'content': 'pertaining to a top-sail'}