Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
Δόλοψ
δόλοψ
δολόω
δόλπαι
δολφός
δόλωμα
δόλων
Δόλων
δολωνικός
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δόμα2
δομαῖος
δοματίζω
δομέστικος
δομέω
δομή
View word page
Δόλων
Dolon

ShortDef

a secret weapon, poniard, stiletto
Dolon

Debugging

Headword:
Δόλων
Headword (normalized):
δόλων
Headword (normalized/stripped):
δολων
IDX:
23784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23785
Key:

Data

{'content': 'Dolon'}