Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
Δόλοψ
δόλοψ
δολόω
δόλπαι
δολφός
δόλωμα
δόλων
Δόλων
δολωνικός
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δόμα2
δομαῖος
δοματίζω
δομέστικος
δομέω
View word page
δόλων
a secret weapon, poniard, stiletto

ShortDef

a secret weapon, poniard, stiletto
Dolon

Debugging

Headword:
δόλων
Headword (normalized):
δόλων
Headword (normalized/stripped):
δολων
IDX:
23783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23784
Key:

Data

{'content': 'a secret weapon, poniard, stiletto'}