Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δόλος
δόλος2
δολοφονέω
δολοφόνησις
δολοφονία
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
Δόλοψ
δόλοψ
δολόω
δόλπαι
δολφός
δόλωμα
δόλων
Δόλων
δολωνικός
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
View word page
δόλοψ
lurker in ambush
ShortDef
Dolops
lurker in ambush
Debugging
Headword:
δόλοψ
Headword (normalized):
δόλοψ
Headword (normalized/stripped):
δολοψ
IDX:
23778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23779
Key:
Data
{'content': 'lurker in ambush'}