Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δολορραφία
δολορράφος
δόλος
δόλος2
δολοφονέω
δολοφόνησις
δολοφονία
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
Δόλοψ
δόλοψ
δολόω
δόλπαι
δολφός
δόλωμα
δόλων
Δόλων
δολωνικός
δολῶπις
View word page
δολοφροσύνη
craft, subtlety, wiliness

ShortDef

craft, subtlety, wiliness

Debugging

Headword:
δολοφροσύνη
Headword (normalized):
δολοφροσύνη
Headword (normalized/stripped):
δολοφροσυνη
IDX:
23776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23777
Key:

Data

{'content': 'craft, subtlety, wiliness'}