Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δολοπίων
δολοπλανής
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορραφέω
δολορραφής
δολορραφία
δολορράφος
δόλος
δόλος2
δολοφονέω
δολοφόνησις
δολοφονία
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
Δόλοψ
δόλοψ
δολόω
View word page
δόλος2
[lexical cite]
ShortDef
a bait, trap, cunning
[lexical cite]
Debugging
Headword:
δόλος2
Headword (normalized):
δόλος
Headword (normalized/stripped):
δολος2
IDX:
23769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23770
Key:
Data
{'content': '[lexical cite]'}