Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δολόμυθος
δολοπεύω
Δολοπίων
δολοπλανής
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορραφέω
δολορραφής
δολορραφία
δολορράφος
δόλος
δόλος2
δολοφονέω
δολοφόνησις
δολοφονία
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
Δόλοψ
View word page
δολορράφος
contriving wiles

ShortDef

contriving wiles

Debugging

Headword:
δολορράφος
Headword (normalized):
δολορράφος
Headword (normalized/stripped):
δολορραφος
IDX:
23767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23768
Key:

Data

{'content': 'contriving wiles'}