Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δολόμητις
δολομήχανος
δολόμυθος
δολοπεύω
Δολοπίων
δολοπλανής
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορραφέω
δολορραφής
δολορραφία
δολορράφος
δόλος
δόλος2
δολοφονέω
δολοφόνησις
δολοφονία
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέων
View word page
δολορραφής
treacherously wrought

ShortDef

treacherously wrought

Debugging

Headword:
δολορραφής
Headword (normalized):
δολορραφής
Headword (normalized/stripped):
δολορραφης
IDX:
23765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23766
Key:

Data

{'content': 'treacherously wrought'}