Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δολομήτης
δολόμητις
δολομήχανος
δολόμυθος
δολοπεύω
Δολοπίων
δολοπλανής
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορραφέω
δολορραφής
δολορραφία
δολορράφος
δόλος
δόλος2
δολοφονέω
δολοφόνησις
δολοφονία
δολοφόνος
δολοφραδής
View word page
δολορραφέω
lay snares

ShortDef

lay snares

Debugging

Headword:
δολορραφέω
Headword (normalized):
δολορραφέω
Headword (normalized/stripped):
δολορραφεω
IDX:
23764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23765
Key:

Data

{'content': 'lay snares'}